Τα σπίτια φορούν τα γιορτινά τους και οι κουζίνες πλημμυρίζουν αρώματα
Η πιο γιορτινή περίοδος του χρόνου έφτασε. Η φετινή χρονιά μας βρίσκει σε μία εντελώς διαφορετική κατάσταση, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, που έκανε την εμφάνισή της στις αρχές του έτους και άλλαξε τα δεδομένα στην καθημερινότητά μας.
Φέτος κληθήκαμε για απομονωθούμε σε μεγάλο βαθμό, με στόχο να προστατευθούμε, αλλά και να προστατεύσουμε όσους αγαπάμε. Έτσι, οι φετινές γιορτές θα μας βρουν στο ζεστό και γνώριμο χώρο του σπιτιού μας, ίσως όμως χωρίς τη συνήθη συντροφιά των αγαπημένων μας προσώπων.
Παρ’ όλα αυτά, ως Έλληνες, είμαστε λάτρεις των παραδόσεων. Η χώρα μας φυσικά και έχει τα δικά της, ιδιαίτερα έθιμα γι’ αυτή την περίοδο του χρόνου, πολλές φορές προσαρμοσμένα στο μεσογειακό μας κλίμα. Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα της χώρας χαρακτηρίζονται από έντονο ελληνικό χαρακτήρα, ενώ μερικά από αυτά έρχονται από τα βάθη των δεκαετιών, από τις παραδοσιακές κοινωνίες μίας άλλης εποχής.
Οι Έλληνες τηρούν ευλαβικά τις παραδόσεις που έφτασαν σ’ αυτούς από γενιά σε γενιά. Άλλωστε, η Ελλάδα βρίθει από έθιμα και, ανάλογα με την περιοχή, στην οποία ζει κανείς, γνωρίζει διαφορετικά από αυτά. Πολλά από αυτά, μάλιστα, μπορεί να παραμένουν ακόμη και σήμερα σχετικά άγνωστα για πολλούς από εμάς, όμως ιδιαίτερα στα χωριά και στις επαρχίες αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο του εορτασμού των Χριστουγέννων.
Το «καλές γιορτές» και το «χρόνια πολλά» αντηχούν σε κάθε σημείο συνάντησης, ενώ οι ήχοι από τα τρίγωνα και τα κάλαντα των παιδιών δονούν με χαρούμενες νότες την ατμόσφαιρα. Τα δεκάδες ελληνικά έθιμα «παντρεύουν» τις χριστιανικές παραδόσεις με τα αρχαιοελληνικά ήθη.
Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση της χώρας μας, πολλά από τα έθιμα αντικατοπτρίζουν τις αγωνίες των ανθρώπων της υπαίθρου, των γεωργών και των κτηνοτρόφων.
Κάνουμε, λοιπόν, μία «βουτιά» στην ελληνική παράδοση και ταξιδεύουμε νοητά σε όλη την Ελλάδα, για να γνωρίσουμε τα ιδιαίτερα έθιμα κάθε περιοχής.
Από την Θράκη έως τη Κρήτη, αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα χριστουγεννιάτικα έθιμα της χώρας μας.
• Καρύδια και αναμμένο πουρνάρι στην Ήπειρο
Οι άνθρωποι στην Ήπειρο έχουν μια ωραία συνήθεια, η οποία προέρχεται από κάποια παλιά παράδοση του τόπου. Σύμφωνα με τον μύθο, η νύχτα κατά την οποία γεννήθηκε ο Χριστός ήταν ιδιαίτερα σκοτεινή. Έτσι, οι βοσκοί που πήγαν για να προσκυνήσουν βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του.
Καθένας από αυτούς πήρε στα χέρια του ένα κλαδί και όλοι μαζί τους έβαλαν φωτιά. Έτσι, δημιουργήθηκε στον σκοτεινό βουνό ένα σύνολο από ζωηρές φωτιές, αλλά και τριξίματα και κρότους.
Η παράδοση αυτή έμεινε και τηρείται ευλαβικά, ιδιαίτερα στην Άρτα και τα Γιάννενα. Στην Άρτα, όποιος πηγαίνει για επίσκεψη στο σπίτι κάποιου γείτονα, για να του ευχηθεί για τις γιορτές, καθώς και όλα τα παντρεμένα παιδιά που πηγαίνουν στο πατρικό τους, φέρνουν μαζί τους ένα κλαρί πουρναριού ή από κάποιο άλλο φυτό που να καίγεται τρίζοντας.
Οι επισκέπτες ανάβουν το κλαρί ήδη από το δρόμο. Έτσι, γεμίζουν τα σκοτεινά δρομάκια των χωριών, αλλά και τα σπίτια των αγαπημένων τους με χαρούμενες σπίθες και ζεστές φλόγες, κάτι που θεωρείται καλός οιωνός για τη νέα χρονιά που έρχεται.
Στα Γιάννενα, από την άλλη, εφαρμόζουν μία παραλλαγή αυτού του εθίμου. Αντί για το κλαρί από πουρνάρι, οι άνθρωποι κρατούν μία χούφτα από δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Μόλις μπουν στο σπίτι των συγγενών τους, τα πετούν στο τζάκι. Όταν τα ξερά φύλλα πιάσουν φωτιά, αρχίζουν να τρίζουν και να πετούν σπίθες.
Τότε, οι φιλοξενούμενοι εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Η ευχή αυτή θεωρείται η καλύτερη που μπορεί να λάβει κάθε νοικοκύρης, αφού ουσιαστικά του εύχονται να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η οικογένειά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς και να του δώσουν εγγόνια, που δε θα αφήσουν το οικογενειακό όνομα να σβήσει.
Τα παιδιά, επιπλέον, συνηθίζουν να παίζουν ένα παραδοσιακό παιχνίδι, που ονομάζεται «καρύδια». Κάποιος χαράσσει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει από ένα καρύδι. Στη συνέχεια, καθένας με τη σειρά του, έχοντας απόσταση 1-2 μέτρων σημαδεύει σκυφτός με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι την γραμμή. Όποιος πετύχει ένα καρύδι κερδίζει και δοκιμάζει ξανά. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι ολοκληρώνεται όταν βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
• Το τάισμα της βρύσης και τα Μπαμπαλιούρια στην Θεσσαλία
Στο Λιβάδι Ελασσόνας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους και τραγουδούν τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα, ενώ παράλληλα φωνάζουν «Σουρβάσο». Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, θα συναντήσετε στους δρόμους της περιοχής τα «Μπαμπαλιούρια». Πρόκειται για ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και αναβιώνει στις μέρες μας.
Οι άνθρωποι φορούν μία στολή, που αποτελείται από ένα «σαλβάρι» και ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, σαν ζώνη, διπλωμένο πολλές φορές. Πάνω δένουν μεγάλα και βαριά κουδούνια. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθως άσπρο με φαρδιά μανίκια, όπως εκείνο των τσολιάδων.
Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες και τσαρούχια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη «φουλίνα». Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί, που συμπληρώνει τη φορεσιά κάθε «Μπαμπαλιούρη».
Τα Μπαμπαλιούρια περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Τους συνοδεύει πάντοτε ο «αδελφογύρτης», ο οποίος συγκεντρώνει σε έναν κουμπαρά τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία, οι Μπαμπαλιούρηδες παίρνουν θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού.
Καθώς ο κόσμος βγαίνει από την εκκλησία, οι Μπαμπουλιάρηδες αιφνιδιάζουν τους ανθρώπους, αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους, εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν, αν δεν βάλουν πρώτα λίγα χρήματα πάνω σε αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα, τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται καλή χρονιά.
Στη συνέχεια, πηγαίνουν στις πλατείες και τραβούν την προσοχή ντόπιων και ξένων επισκεπτών με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους. Φεύγοντας, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού, ενώ στη συνέχεια ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ.
Το έθιμο αυτό έχει σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, ώστε να είναι ήσυχη και χαρούμενη η νέα χρονιά.
Ένα άλλο, πολύ ενδιαφέρον έθιμο, λαμβάνει επίσης χώρα στην επικράτεια της Θεσσαλίας. Τα χαράματα των Χριστουγέννων ή αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι κοπέλες πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό», δηλαδή το αμίλητο, καθώς, σύμφωνα με το έθιμο, δεν μιλούν καθόλου σε όλη τη διαδρομή. Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή, όπως τρέχει το νερό, να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και να είναι γλυκιά η ζωή τους.
Επιπλέον, για να έχουν καλή σοδειά, «ταΐζουν» τη βρύση με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Η παράδοση λέει ότι όποια φτάσει πρώτη στη βρύση, θα είναι και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Έπειτα, ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, «κλέβουν νερό» και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιούν όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι τα τρία χαλίκια.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο βάτος θεωρείται ότι φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα, ενώ διώχνει τα ξόρκια.
Κορίτσια και αγόρια τηρούν ένα ακόμη έθιμο. Όταν επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα των Χριστουγέννων, τα κορίτσια βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου. Προηγουμένως, τα έχουν ξεδιαλέξει, ώστε να βάλουν τα λυγερά. Τα αγόρια, από την άλλη, βάζουν κλαδιά από αγριοκερασιά.
Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο, είναι καλό σημάδι και πιστεύεται ότι αυτός θα είναι ο νέος ή η νέα που θα παντρευτεί πρώτα.
• Κυνήγι, τηγανίδες κι ένα σπασμένο ρόδι στην Πελοπόννησο
Η παράδοση που θέλει να σπάμε το ρόδι για καλή τύχη στο νέο έτος προέρχεται από την Πελοπόννησο. Συγκεκριμένα, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία για τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Εκεί, ο νοικοκύρης κουβαλά μαζί του ένα ρόδι για να το «λειτουργήσει».
Κατά την επιστροφή στο σπίτι, ο νοικοκύρης πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και όχι να ανοίξει ο ίδιος με τα κλειδιά του. Εκείνος είναι και ο πρώτος που μπαίνει στο σπίτι, κάνοντας έτσι το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.
Μπαίνοντας μέσα, πάντα με το δεξί, ο νοικοκύρης σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα. Το ρίχνει, δηλαδή, κάτω με δύναμη για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού. Ταυτόχρονα, λέει: «Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Τότε, τα παιδιά μαζεύονται γύρω γύρω και κοιτάζουν αν οι ρώγες είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές και όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες και ευλογημένες θα είναι και οι μέρες του νέου έτους.
Στα χωριά της Μάνης, παλαιότερα, κατά τη διάρκεια της σαρακοστής των Χριστουγέννων, τα παιδιά έβγαιναν για κυνήγι τα βράδια. Γυρνούσαν στα χαλάσματα και σε σπήλαια, στοχεύοντας για τους γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κουρνιάζουν εκεί. Τα παιδιά θάμπωναν τα πουλάκια με τους φακούς και τα αιχμαλώτιζαν. Στη συνέχεια, τα πήγαιναν στο σπίτι, όπου οι νοικοκυρές τα καθάριζαν και τα πάστωναν, τα έβαζαν σε πήλινα ή γυάλινα βάζα και τα έτρωγαν τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς, το έθιμο έχει εκλείψει τα τελευταία χρόνια.
Σε όλα τα σπίτια στην Πελοπόννησο, παραμονές Χριστουγέννων, πλάθουν και ψήνουν τις τηγανίδες ή τα λαλάγγια, όπως τα λένε στη Μάνη. Εδώ και δεκάδες γενιές, στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια πλάθουν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες και το διπλώνουν στα τέσσερα. Η ποσότητα του ζυμαριού είναι πάντοτε ανάλογη με το μέγεθος της οικογένειας, ώστε οι τηγανίδες να φτάσουν για όλους.
Στη συνέχεια, το ρίχνουν στη μεγάλη τηγάνα με το καυτό λάδι, για να ψηθεί. Η φωτιά για τις τηγανίδες πρέπει να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι’ αυτό, ο πατέρας έχει προηγουμένως φροντίσει να έχει βάλει χοντρά κούτσουρα, που είναι η καλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση.
Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή, με έναν σταυρό στη μέση, είναι του Χριστού, η δεύτερη του σπιτιού κοκ. Οι ψημένες τηγανίδες μπαίνουν επίσης μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και λεκάνες. Όταν στραγγίξουν καλά, τις βάζουν σε κοφίνια και τις κρεμούν ψηλά.
• Ο χοίρος, η ζύμη και η φάτνη της Κρήτης
Οι άνθρωποι στην Κρήτη παλαιότερα συνήθιζαν να μεγαλώνουν ένα γουρούνι. Ο χοίρος αυτός σφαζόταν την παραμονή των Χριστουγέννων, για να αποτελέσει το κύριο έδεσμα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί έκοβαν το κρέας του χοίρου και έφτιαχναν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγλινα, ομαθιές, και τσιγαρίδες.
Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη, στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου, την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από την εκκλησία του Αγίου που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο. Πρόκειται για έναν επιβλητικό και φωτεινό χώρο, ικανό να φιλοξενήσει 3.000-4.000 άτομα, ενώ η θέα προς τον κάμπο του Κολυμβαρίου είναι απλά μαγευτική.
Λόγω της φυσιογνωμίας του, έχει καθιερωθεί, εδώ και μερικά χρόνια, να πραγματοποιείται εντός του σπηλαίου η παραδοσιακή αναπαράσταση της γεννήσεως του Χριστού, με τη φάτνη, τα πρόβατα και τους βοσκούς, ενώ οι φωτιές, τα σήμαντρα και το αστέρι δίνουν μία άκρως κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Ενδιαφέρον έχει κι ένα άλλο κρητικό έθιμο, όπου πρωταγωνιστεί η ζύμη. Εφαρμόζεται κυρίως σε χωριά της επαρχίας Αμαρίου, τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με αυτό, οι νοικοκυρές έβαζαν λίγη κοινή ζύμη σ’ ένα πιάτο. Κάποια στιγμή, ενώ ξενυχτούσαν συζητώντας και περιμένοντας, η ζύμη ανέβαινε και γινόταν προζύμι.
Τη στιγμή εκείνη, σύμφωνα με την χριστιανική πίστη, ήταν η ώρα που γεννάται ο Χριστός.
Παλαιότερα, την παραμονή των Χριστουγέννων, γεωργοί, βοσκοί και ναυτικοί συνήθιζαν να λένε: «Πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες, ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί». Έτσι, πιστευόταν ότι όποιος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλά και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο.
Το ίδιο βράδυ, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να κόβουν κλαδιά και βλαστούς, τα πήγαιναν στο σπίτι και τα έβαζαν σε ένα ποτήρι με νερό, προσμονώντας να ανθίσουν, ευχόμενες ανάλογη άνθιση να φέρει και το νέο έτος.
• Μωμόγεροι, Μπαμουσιαραίοι, Ρουγκάτσια και η Χριστουκουλούρα της Θράκης
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει όταν η κουβέντα έρχεται στους μυθικούς καλικαντζάρους. Τα ζωηρά αυτά πλάσματα βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν και να… πειράξουν τον κόσμο στην κορύφωση της εορταστικής περιόδου, που ξεκινά τα Χριστούγεννα και ολοκληρώνεται τα Θεοφάνεια.
Η όψη των καλικαντζάρων είναι τρομακτική, ενώ οι σκανδαλιές τους απερίγραπτες. Ο μεγαλύτερος φόβος τους, δε, η φωτιά. Οι κάτοικοι απολαμβάνουν να αναβιώνουν αυτό το έθιμο, πραγματοποιώντας φανταχτερές μεταμφιέσεις. Οι μεταμφιεσμένοι ονομάζονται Μωμόγεροι, Ρογκάτσια ή Ρογκατσάρια.
Το έθιμο τηρείται ευλαβικά ιδιαίτερα στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας, αλλά και στο Κιλκίς, ενώ οι ρίζες του φαίνεται ότι απαντώνται στους Πόντιους πρόσφυγες.
Η ονομασία τους προέρχεται από το «μίμος» ή το «μώμος» και το «γέρος» και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Οι συμμετέχοντες έχουν τη μορφή γέρων, ενώ συνηθίζουν να φορούν τομάρια ζώων (λύκων, τράγων κ.λ.π.) ή ντύνονται με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά.
Οι Μωμόγεροι, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Γυρίζουν στο χωριό τους ή στα γειτονικά χωριά, τραγουδούν και μαζεύουν δώρα.
Ιδιαίτερη στιγμή είναι όταν συναντηθούν δυο παρέες. Τότε, τα μέλη τους κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.
Το ίδιο έθιμο λαμβάνει χώρα και στην Μακεδονία και την Θεσσαλία, ενώ με παραλλαγές απαντάται στην Κοζάνη και στην Καστοριά, υπό την ονομασία «Ραγκουτσάρια».
Στο Πύθιο του Έβρου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού για να πουν τα «κόλιαντα», την προπαραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου. Ειδικότερα, τα μικρά αγόρια ξεχύνονταν από νωρίς το πρωί στα σοκάκια του χωριού, φωνάζοντας: «Kόλιντα, μπάμπου τσικ, τσικ, τσικ».
Την ημέρα των Χριστουγέννων, τα παλικάρια του χωριού χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και γύριζαν σε όλα τα σπίτια. Οι παρέες αυτές ονομάστηκαν «Ρουγκάτσια». Όταν έμπαιναν στο σπίτι, τα Ρουγκάτσια κάθονταν όπου τους έβαζαν οι νοικοκυραίοι και τραγουδούσαν το παραπάνω στιχάκι.
Σύμφωνα με το έθιμο, όταν θα έρχονταν τα Ρουγκάτσια στο σπίτι, έπρεπε όλα τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται εκεί. Σπίτι κλειστό τα Ρουγκάτσια δεν έπρεπε να βρουν.
Στο Ρήγιο της επαρχίας Διδυμοτείχου συνηθίζουν να τηρούν μέχρι και σήμερα το έθιμο των Μπαμουσιαραίων, που αναβιώνει τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων.
Συγκεκριμένα, δύο παλικάρια μεταμφιέζονται το ένα σε μπαμπουσιάρο και το άλλο σε γυναίκα του μπαμπούσιαρου. Ο Μπαμπουσιαραίος φορά μία νεροκολοκύθα στο πρόσωπο, που της έχει ανοίξει τρύπες για μάτια και στόμα, προβιές προβάτων και κρεμά στη μέση κουδούνια και στη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι.
Οργανοπαίκτες με νταούλια, ζουρνάδες και γκάιντες συνοδεύουν το ζευγάρι. Η άγρια και χαρακτηριστική μουσική των οργανοπαιχτών ξεσηκώνει όλο το χωριό.
Οι γυναίκες των Σαρακατσάνων συνήθιζαν να ζυμώνουν και να φτιάχνουν τη «Χριστόκλουρα». Τα κεντήματα στη «Χριστόκλουρα» αναπαριστούν πρόβατα, άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα στοιχεία του παλαιού καθημερινού τους βίου.
Τη «Χριστόκλουρα» την τρώνε όλοι μαζί με μέλι, περιμένοντας τη γέννηση του Χριστού. Στο τραπέζι των Θρακιωτών, επιπλέον, ακόμη και σήμερα, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, βρίσκονται εννέα διαφορετικά τρόφιμα, καθένα από τα οποία συμβολίζει στιγμές της καθημερινότητας.
• Στην Μακεδονία παντρεύουν τη φωτιά και φωνάζουν «Κολίντα Μπάμπω»
Στην πόλη της Καβάλας, τα Χριστούγεννα αναβιώνουν οι παραδοσιακές φουφούδες, ενώ τους κατοίκους επισκέπτεται και ο Καππαδόκης Άγιος Βασίλης.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, το εμπορικό κέντρο της πόλης μετατρέπεται σε μία μεγάλη ψησταριά! Δρόμοι και πεζοδρόμια γεμίζουν από τις ψησταριές που στήνουν οι έμποροι. Αυτές οι ψησταριές ονομάζονται φουφούδες και ψήνουν κάθε λογής καλούδια από νωρίς το πρωί, καθώς οι έμποροι προσφέρουν στους περαστικούς έναν μεζέ από τα ψητά τους κρέατα, αλλά και ντόπιο κόκκινο κρασί.
Οι παραδοσιακές φουφούδες στήνονται ξανά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αυτή τη φορά σε μεγαλύτερη έκταση. Από νωρίς το μεσημέρι στήνεται μεγάλη γιορτή, με άφθονο κρασί, ορχήστρες και υπαίθριες ψησταριές για την υποδοχή του νέου χρόνου, πολύ πριν από τα μεσάνυχτα.
Στην Καβάλα, όμως, έχουν διατηρήσει ζωντανό ένα ακόμη έθιμο, που λαμβάνει χώρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή της Νέας Καβάλης, υποδέχονται στις 24 Δεκεμβρίου τον Καππαδόκη Άγιο Βασίλη. Ο Άγιος, που μόλις έχει ολοκληρώσει το μεγάλο του ταξίδι από την Καισάρεια, φτάνει στο λαογραφικό χωριό «Ακόντισμα», όπου, σύμφωνα με το έθιμο, παραμένει μέχρι την τελευταία ημέρα του έτους.
Ένα ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο στις περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας είναι η Κολίντα Μπάμπω. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, οι κάτοικοι της περιοχής, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ανάβουν φωτιές, φωνάζοντας «Κόλιντα Μπάμπω», που σημαίνει «σφάζουν, γιαγιά».
Πρόκειται για ένα έθιμο που αναπαριστά τη σφαγή των αρσενικών νηπίων από τον Ηρώδη. Έτσι, η φωτιά ενημερώνει τους κατοίκους να προφυλαχθούν, όχι μόνο από τον βασιλιά Ηρώδη, αλλά και από τα κακά που ίσως επιφυλάσσει η νέα χρονιά.
Ουσιαστικά, όμως, η Κόλιντα Μπάμπω είναι παραδοσιακά κάλαντα, που ψάλλονται στις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας, άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους, που δέχονται για κέρασμα γλυκίσματα, μελομακάρονα, καρύδια και κρασί.
Στα χωριά της Έδεσσας, την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά». Οι κάτοικοι, δηλαδή, παίρνουν ένα ξύλο από δέντρο με θηλυκό όνομα, όπως η κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, όπως ο βάτος. Στη συνέχεια, βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν.
Ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα που θα κάνουν καθώς φλέγονται, οι ντόπιοι λένε πως μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα, είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η παράδοση, επιπλέον, θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν δαιμονικά όντα, σαν τους καλικάντζαρους.
• Καλικάντζαροι, καραβάκια και η κουλούρα στα ελληνικά νησιά
Ξεχωριστά χριστουγεννιάτικα έθιμα συναντάμε, όμως, και στα ελληνικά νησιά.
Στην Σκιάθο, οι πιο παλιοί λένε ότι, από την 1η Δεκεμβρίου, οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να πάνε στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων, το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του, γιατί θα τον βουβάνουν.
Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας, μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.
Στην Κεφαλλονιά, όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου μέλους της. Τα μέλη της οικογένειας τοποθετούν στο πάτωμα τρία δαυλιά χιαστί και πάνω τους την «κουλούρα».
Οι συμμετέχοντες σχηματίζουν έναν κύκλο. Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι.
Ύστερα, ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών…», ρίχνει λάδι στα δαυλιά και τους βάζει φωτιά.
Δίπλα στην αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος.
Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα, σηματοδοτώντας τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Χριστού. Μετά αρχίζουν οι ευχές.
Τα σμπάρα συμβολίζουν την χαρμόσυνη είδηση ότι στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ήδη ο Χριστός. Η ιεροτελεστία κρατά λίγα μόλις λεπτά και μετά αρχίζουν οι ευχές.
Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας, στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.
Στην Ζάκυνθο, από την άλλη, οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού πολύ καλής ποιότητας, ψιλοκοσκινισμένου, το οποίο ανακατεύουν με πολλά αρωματικά βότανα, καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι.
Αφού το στολίσουν με περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε ξυλόφουρνο και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή σύναξη.
Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων, η οικογένεια συγκεντρώνεται στο εορταστικό τραπέζι, το οποίο φιλοξενεί τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα, που σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι.
Στην Χίο τηρούν ευλαβικά το έθιμο των αγιοβασιλιάτικων καραβιών, μία παράδοση που θυμίζει έντονα τον πασχαλινό επιτάφιο. Σύμφωνα με αυτό, οι ενορίες κατασκευάζουν πλοία, σε σμίκρυνση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και ως προς την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, το πλήρωμα του κάθε πλοίου, τραγουδούν κάλαντα.
Πολλά είναι επιπλέον και ορισμένα πιο κλασσικά έθιμα, τα οποία απαντώνται σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας.
• Το Χριστόξυλο
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας, από τις παραμονές των εορτών, ο νοικοκύρης του σπιτιού διαλέγει από το χωράφι του το πιο γερό κλαδί ελιάς ή πεύκου και το τοποθετεί στο τζάκι του σπιτιού.
Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια και μαγαρίσουν το σπίτι.
Έτσι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια μαζεύεται γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το Χριστόξυλο.
Η στάχτη αυτή προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.
Κατά την παράδοση το κάψιμο του Χριστόξυλου, βοηθά τον Χριστό να ζεσταίνεται στην φάτνη της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούν να κρατήσουν το Χριστόξυλο αναμμένο μέχρι τα Φώτα.
• Η Γουρουνοχαρά
Το σφάξιμο του γουρουνιού θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα στην Θεσσαλία. Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στα Γρεβενά αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας περιλαμβάνει χοιρινό κρέας.
Το έθιμο ονομάστηκε γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά καθώς έχει μεν να κάνει με το σφάξιμο του γουρουνιού, ωστόσο ακολουθεί χαρά και γλέντι μέχρι πρωίας. Στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλίας, τα γουρούνια σφάζονται την ημέρα του Αγίου Στεφάνου, στις 27 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομάζεται Γρουνοστέφανος.
Η παράδοση θέλει τις οικογένειες να αγοράζουν ένα γουρούνι ήδη από τον Μάιο, το οποίο συντηρούσαν μέχρι τα Χριστούγεννα με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό ή στο ποτάμι.
Το γουρούνι θεωρείται απαραίτητο σε κάθε αγροτικό σπίτι, καθώς οι άνθρωποι έπαιρναν από αυτό το λίπος, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Το έθιμο αυτό ήταν τόσο συνυφασμένο με τη λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων στις περιοχές της Θεσσαλίας, που αποτελούσε ντροπή για ένα σπίτι να μην έχει γουρούνι, καθώς θεωρούνταν φτωχό και ανοικοκύρευτο.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γίνεται με ιδιαίτερη φροντίδα, ενώ ακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Η ίδια διαδικασία, μάλιστα, επαναλαμβάνεται την επόμενη και τη μεθεπόμενη ημέρα. Σύμφωνα με το έθιμο, τρεις ή τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθορίζουν με τη σειρά ποια ημέρα θα σφάξουν το γουρούνι τους.
Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνται 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών. Συχνά επιλέγονται οι νεαρότεροι άνδρες μίας οικογένειας, ηλικίας 20-25 ετών.
Μετά το γδάρσιμο, αρχίζει το κόψιμο του λίπους και στην συνέχεια το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το λίπος λιώνεται και αποθηκεύεται σε μεγάλα δοχεία λαδιού και, αφού παγώσει, χρησιμοποιείται από τις νοικοκυρές στα φαγητά τους κατά την διάρκεια της χρονιάς.
Μετά το πέρας των διαδικασιών προετοιμασίας, τα μέλη της οικογένειας ανταλλάζουν ευχές.
Γενικότερα, το χοιρινό κρέας αποτελεί την κύρια τροφή στο χριστουγεννιάτικο γεύμα. Οι άνθρωποι της Θεσσαλίας συνηθίζουν να φτιάχνουν και λουκάνικα από το γουρούνι, τα οποία κρεμούν μέχρι να στεγνώσουν.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, σε όλα τα σπίτια κόβεται η κρεατόπιτα με το χρυσό φλουρί, το άχυρο και το πουρνάρι σε τόσα κομμάτια, όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας. Όποιος βρει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της καινούριας χρονιάς και λέγεται ότι θα ζήσει πλούσια. Όποιος βρει το άχυρο λένε ότι θα παντρευτεί γεωργό και όποιος βρει το πουρνάρι θα παντρευτεί βοσκό.
Ακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.
• Το Χριστόψωμο
Το «ψωμί του Χριστού» ζυμώνεται την παραμονή των Χριστουγέννων με ιδιαίτερη ευλάβεια.
Στην Μάνη, κάθε οικογένεια φουρνίζει τα χριστόψωμα στον φούρνο του σπιτιού.
Τα χριστόψωμα παρασκευάζονται όπως το ψωμί, στολίζονται ωστόσο με ποικίλα σχέδια στολίδια από ζυμάρι, ανάλογα με το γούστο της νοικοκυράς. Πάνω στο ψωμί χαράσσεται οπωσδήποτε ο σταυρός.
Η προετοιμασία τους, πάντως, γίνεται με ιδιαίτερη ευλάβεια, ενώ γι’ αυτή την παρασκευή χρησιμοποιείται ειδική μαγιά. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού σταυρώνει το Χριστόψωμο, το κόβει σε κομμάτια και το μοιράζει στα μέλη της οικογένειας.
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες, από την άλλη, φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πιο περίτεχνο είναι για τον Χριστό. Πάνω του σκαλίζουν έναν μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Η Χριστοκουλούρα, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή, καθώς σε αυτή αναπαρίσταται με ζύμη όλη η ζωή της στάνης.
Στην Σπάρτη, πάντως, σε κάθε σπίτι ζυμώνουν καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη, ενώ τα υπόλοιπα τα κάνουν με αμύγδαλα και καρύδια.
Η παρασκευή του Χριστόψωμου στην Κρήτη είναι ένα έθιμο που τηρείται με μεγάλη ευλάβεια. Ο άρτος αυτός θεωρείται ευλογημένο ψωμί για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι και συμβολίζει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του.
Το ζύμωμα του Χριστόψωμου θεωρείται ιεροτελεστία, ενώ για την παρασκευή του χρησιμοποιούνται τα καλύτερα υλικά, όπως ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Την διαδικασία αναλαμβάνουν οι νοικοκυρές, οι οποίες, κατά το ζύμωμα, λένε: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».
Με την μισή ζύμη φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν έναν σταυρό με λουρίδες. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι, που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, και πουλάκια. Λέγεται, μάλιστα, ότι τα σχήματα με το πιρούνι χρησιμεύουν για να βγάλουν το «κακό μάτι» και να «καρφώσουν» την κακογλωσσιά.
Το Χριστόψωμο σερβίρεται στο τραπέζι των Χριστουγέννων. Ο νοικοκύρης του σπιτιού αναλαμβάνει να το σταυρώσει, να το κόψει και να το μοιράσει σε όλους όσοι κάθονται στο γιορτινό τραπέζι. Το μοίρασμα του Χριστόψωμου συμβολίζει την Θεία Κοινωνία, που ο Χριστός μοίρασε σε όλους τους ανθρώπους.
• Χριστουγεννιάτικο στεφάνι
Στα χωριά, επιπλέον, συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες πλεξούδες από σκόρδα, πάνω στις οποίες καρφώνουν γαριφαλάκια, για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους. Την εξώπορτα των σπιτιών κοσμεί, επίσης, ένα στεφάνι από έλατο, διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φέρνει τύχη στους ενοίκους του σπιτιού.
• Το στόλισμα του καραβιού
Παρ’ ότι το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο αποτελεί σήμα κατατεθέν αυτής της περιόδου, στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα ξενόφερτο έθιμο, που προέρχεται κυρίως από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, συνηθίζουμε συχνά να στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο καράβι.
Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού.
Τα παιδιά των ναυτικών που έμεναν πίσω κατασκεύαζαν μόνα τους τα παιχνίδια τους, τα οποία συνήθως ήταν καραβάκια. Το καραβάκι συμβόλιζε την προσμονή των παιδιών για αντάμωση με τους συγγενείς τους, αλλά και την αγάπη τους για τη θάλασσα.
Σιγά-σιγά καθιερώθηκε και το έθιμο του στολισμού του, όμως, λόγω του ότι ήταν συνδεδεμένο με δυσάρεστες αναμνήσεις, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί ως γιορτινό σύμβολο.
• Μεταμφιέσεις
Τέλος, το έθιμο των μεταμφιέσεων τηρείται με διάφορες παραλλαγές σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, ενώ κουβαλά ενδιαφέρουσα ιστορία.
Οι μεταμφιεσμένοι λέγονται ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, ρουγκάτσια στην Ημαθία, ραγκουτσάρια στην Καστοριά, μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, κουδουνοφόροι στο Σοχό, αράπηδες και μπομπόγερα στη Δράμα.
Η παράδοση της Μακεδονίας για τα ραγκούτσια αναφέρει ότι, επί τουρκοκρατίας, οι τουρκικές αρχές αδυνατούσαν να αστυνομεύσουν τις περιοχές από τις επιθέσεις ληστών και, για το λόγο αυτό, ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους.
Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ήμερου στα χωριά, ντυμένοι με φουστανέλες, φέροντας σπαθιά και παίζοντας ζουρνάδες και νταούλια. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τα χωριά και, για το έργο αυτό, εισέπρατταν ως αντίτιμο δώρα ή οτιδήποτε είχαν οι χωρικοί: κρασί, κρέας, καλαμπόκι και σιτάρι.
Διαβάστε ακόμη:
Ταξίδι στο μυθικό χωριό του Άγιου Βασίλη: Μία αξέχαστη εμπειρία ζωής
Κάθε ομορφιά και κλικ: Αυτά είναι τα πιο πολυφωτογραφημένα μέρη για το 2020
Ένα γιορτινό ταξίδι μέσα από τα χριστουγεννιάτικα έθιμα του πλανήτη
Ακολουθήστε το Portraits στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση