Το Αλτσχάιμερ είναι μία νόσος που πλήττει κυρίως άτομα της τρίτης ηλικίας. Εξελίσσεται σταδιακά με τον χρόνο και προκαλεί απώλεια μνήμης καταστρέφοντας κι άλλες νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου.
Κάθε χρόνο ο αριθμός των ατόμων που πλήττει παρουσιάζει αύξηση καθώς σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία των ΗΠΑ το 3% των πολιτών πάσχουν από Αλτσχάιμερ.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι μέχρι το έτος 2050 λόγω της αύξησης του μέσου όρου ζωής οι ασθενείς προβλέπεται να φτάσουν στα έντεκα έως και δέκα έξι εκατομμύρια. Το φύλλο που πλήττεται περισσότερο είναι οι γυναίκες, ενώ η κληρονομικότητα είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας.
Οι ερευνητές στις ΗΠΑ πιστεύουν ότι μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να αντικαταστήσει επεμβατικές και δαπανηρές εξετάσεις εγκεφαλικής απεικόνισης και νωτιαίου υγρού για την ανίχνευση της νόσου του Αλτσχάιμερ.
Τη δεδομένη στιγμή το τεστ είναι ακόμα σε φάση δοκιμών, ενώ η διαθεσιμότητα του αναμένεται στα επόμενα πέντε χρόνια. Αυτό που θα κάνει στην ουσία είναι να μπορεί να διαχωρίζει αν τα συμπτώματα απώλειας μνήμης οφείλονται όντως στη νόσο ή σε άλλους παράγοντες.
Η εύρεση του τεστ αίματος που προσδιορίζει ειδικά την παθολογία του Αλτσχάιμερ στον εγκέφαλο πρόκειται να βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό τους ερευνητές να αναπτύξουν καλύτερες θεραπείες για όσους υποφέρουν από άνοια.
Η εξέταση αίματος ανιχνεύει την ανώμαλη συσσώρευση μιας μορφής πρωτεΐνης tau γνωστής ως φωσφορυλιωμένη-tau-181 (ptau181), η οποία υποδηλώνει μεταβολές του εγκεφάλου από το Αλτσχάιμερ, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Medicine.
Τα τελευταία 15 χρόνια, οι ερευνητικές εξελίξεις στην ανάπτυξη βιολογικών δεικτών, όπως η πρωτεΐνη tau, επέτρεψαν στους ερευνητές να εντοπίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη νόσο του Αλτσχάιμερ, να επιλέξουν ερευνητικούς συμμετέχοντες και να μετρήσουν την ανταπόκριση στις ερευνητικές θεραπείες.
Οι Tau και άλλοι βιοδείκτες μπορούν να ανιχνευθούν με τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) του εγκεφάλου και εργαστηριακές εξετάσεις του νωτιαίου υγρού.
Ωστόσο, η απεικόνιση με ΡΕΤ είναι δαπανηρή και περιλαμβάνει ραδιενεργούς παράγοντες και οι δοκιμές του νωτιαίου υγρού απαιτούν σπονδυλοδεσμούς, οι οποίοι είναι επεμβατικοί, σύνθετοι και χρονοβόροι. Απαιτούνται ακόμη πιο απλοί έλεγχοι βιοδεικτών.
Μια διεθνής ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Adam Boxer στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας του Σαν Φρανσίσκο, χρησιμοποίησε τη νέα δοκιμασία μέτρησης της συγκέντρωσης του ptau181 στο πλάσμα, το υγρό μέρος του αίματος που μεταφέρει τα κύτταρα του αίματος.
Τα δείγματα συλλέχθηκαν από περισσότερους από 400 συμμετέχοντες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, το Κέντρο Μνήμης και Γήρανσης του Σαν Φρανσίσκο.
Η ανάλυσή τους έδειξε ότι το ptau181 στο πλάσμα μπορεί να διαφοροποιήσει τα υγιή άτομα από εκείνα που πάσχουν από αλτσχάιμερ. Παράλληλα κατάφερε να διαφοροποιήσει αυτούς με την παθολογία του Αλτσχάιμερ από μια ομάδα σπάνιων νευροεκφυλιστικών νόσων γνωστών συλλογικά ως FTLD (frontotemporal lobar degeneration).
Με τη χρήση του ίδιου τεστ ptau181 στο πλάσμα, αυτοί οι ερευνητές μπόρεσαν να διαφοροποιήσουν τις νευροεκφυλιστικές νόσους του Αλτσχάιμερ, σχεδόν όσο θα μπορούσαν με τη δοκιμασία ptau181 του νωτιαίου υγρού και την εξέταση του εγκεφάλου του PET για την πρωτεΐνη tau.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ουσιαστική θεραπεία καθώς είναι αδύνατο να αναβιώσουν οι νεκροί νευρώνες, όμως γίνονται σημαντικές προσπάθειες στην επιστημονική κοινότητα με αρκετές πολλά υποσχόμενες σχετικές έρευνες.